Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Κυρήκου Πολυτεχνείο 1973 Ικαρία 1993

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ήταν μια μαζική διαδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1973, με κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών από φοιτητές και σπουδαστές που κλιμακώθηκε σχεδόν σε αντιχουντική επανάσταση και έληξε με αιματοχυσία το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, μετά από μια σειρά γεγονότων που ξεκίνησαν με την είσοδο άρματος μάχης στον χώρο του Πολυτεχνείου και την επαναφορά σε ισχύ του σχετικού στρατιωτικού νόμου που απαγόρευε συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, πολλοί εκ των συμμετεχόντων στην εξέγερση έσπευσαν να διεκδικήσουν τις δάφνες για την παρουσία τους, να ζητήσουν στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο το «αντίτιμο» για τον ρόλο που είχαν στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του δικτατορικού καθεστώτος. Υπήρξε όμως και ένα πλήθος πρωταγωνιστών των δραματικών γεγονότων ­ κυρίως εκτός του φοιτητικού χώρου ­ που συνειδητά έμειναν στην αφάνεια, που δεν επεδίωξαν να καταγραφούν σε καμιά λίστα «ηρώων του Πολυτεχνείου». Αποφεύγοντας την αποπληρωμή της δημοσιότητας και την απαίτηση «αναγνώρισης» της προσφοράς τους. Ανθρωποι που, όπως έδωσαν το παρών τον Νοέμβριο του 1973 το Πολυτεχνείο, έτσι διακριτικά αποχώρησαν. Για πάντα! Εχοντας μόνο την αίσθηση ότι έπραξαν το καθήκον τους. Γι' αυτούς, για τη δική τους δημοκρατία, για κανένα αντάλλαγμα, για καμιά ίσως καπηλεία.
Ένας από αυτούς ήταν και ο  Γιώργος Κηρύκου.Την ώρα που μπήκαν τα τανκς ήταν κρεμασμένος πάνω στην κολόνα και κρατούσε την ελληνική σημαία. Νύχτα 17ης Νοεμβρίου 1973. Αυτός σκαρφαλωμένος στην πύλη του Πολυτεχνείου ανεμίζει την ελληνική σημαία και φωνάζει, {όχι αδέρφια, δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό}.Η μικρότερη αδερφή του Όλγα μας περιγράφει: Παλικαράκι 18 ετών, με ένα σακίδιο στον ώμο και με λιγοστά χρήματα, έφυγε από το νησί για να κυνηγήσει το όνειρο στην μεγαλούπολη. Οικοδομή, ελαιοχρωματιστής ήταν μερικές από τις δουλειές που έκανε εκείνο τον καιρό. Το όνειρο του όμως και η μεγάλη του αγάπη ήταν η κιθάρα. Του άρεσε να φτιάχνει στιχάκια καινά τραγουδάει για τους ανθρώπους, για τη ζωή, για το άγνωστο αύριο που ξημερώνει. Ο αρραβώνας του με μια φοιτήτρια, τη Μαρία, που έχασε μέσα στη δίνη των γεγονότων, τον έφεραν στα 19 του χρόνια στο Πολυτεχνείο. Δεν του άρεσε να μιλάει για το Πολυτεχνείο γιατί θεωρούσε ότι δεν είχε κάνει κάτι σημαντικό», αναφέρει η 43χρονη, σήμερα, αδερφή του Όλγα και συνεχίζει: «Την ώρα που μπήκαν μέσα τα τανκς αυτός ήταν κρεμασμένος πάνω στην κολόνα και κρατούσε την ελληνική σημαία. Αρχιζε να τρέχει μαζί με άλλους και, όπως μου είχε πει, κρύφτηκε σ’ έναν φωταγωγό. Τον έπιασαν όμως και φυλακίστηκε για ένα μήνα στο Χαϊδάρι. Οι βασανιστές του τον χτυπούσαν ανελέητα, τα ρούχα
του ήταν ποτισμένα από το αίμα, αλλά ο Γιώργος άντεξε. Η μητέρα μου είχε τρελαθεί, έκλαιγε και έλεγε συνεχώς, χάθηκε το παιδί μου». «Οι μέρες περνούσαν και οι ελπίδες εξανεμιζόντουσαν, ώσπου ένα γράμμα της Μαρίας έφερε ξανά στο σπίτι μας τη χαρά. Ο Γιώργος ήταν ζωντανός. Μέσω ενός φαντάρου ο αδερφός μου κατάφερε να επικοινωνήσει με την αγαπημένη του και λίγες μέρες μετά να αποφυλακιστεί», θυμάται η Όλγα. Πέρασε αρκετός καιρός  μέχρι να συνέλθει από τον ξυλοδαρμό και το σοκ που είχε υποστεί ο Γιώργος. Ποτέ όμως δεν θέλησε να δημοσιοποιήσει οτιδήποτε για την ιστορία του Πολυτεχνείου. Λίγους μήνες μετά μπαρκάρισε λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε και ταξίδεψε μέχρι τη μακρινή Βραζιλία. Γύρισε όμως γρήγορα, αφού ήταν παράνομος και δεν είχε κανένα χαρτί μαζί του. Έμεινε για λίγο στην Αθήνα και ύστερα έφυγε για την Αμερική, όπου γνώρισε μια κοπέλα από το Κολοράντο, παντρεύτηκε απέκτησε κι έναν γιο και έμεινε εκεί δέκα χρόνια. Έπαιζε κιθάρα σε μαγαζιά της Αστόριας. «Εκανε αυτό που αγαπούσε. Χώρισε όμως με τη γυναίκα του και το ’87 επέστρεψε στην Ικαρία και έμεινε μαζί με την μητέρα του, όπου έφτιαξε ξανά τη ζωή του κι έκανε έναν δεύτερο γάμο με τη Φανή». Στο νησί παρέδιδε μαθήματα κιθάρας, παίρνοντας ελάχιστα χρήματα. Το παρατσούκλι του ήταν «Αλμπάνο και οι μικροί μαθητές του κι όλο το χωριό έτσι τον αποκαλούσαν. Όλα πια στη ζωή του Γιώργου κυλούσαν ομαλά, ώσπου…. Το καλοκαίρι του 1993 θα γραφόταν ο τραγικός επίλογος. Όταν άκουσε ότι στην περιοχή Παναγιά είχε ξεσπάσει φωτιά και είχαν παγιδευτεί 4 γέροντες έτρεξαν με τους φίλους του, τον Δημήτρη Τσαγανό και τον Ηλία Φυσίδα, να τους σώσουν. Τους μετέφεραν σε άλλο μέρος, πιστεύοντας ότι ήταν ασφαλείς. Ο αέρας όμως γύρισε και η φωτιά ήρθε επάνω τους. Εγκλωβίστηκαν και κάηκαν όλοι





Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου