{Αντιγραφή κειμένου από Ικαριακά τεύχος 28 Δεκέμβρης 1985}
{Αφήγηση Κώστας Καραπατάκης εξόριστος στην Ικαρία}
Κώστας Καραπατάκης |
Μια μέρα του Δεκέμβρη του 1947, κοντά στα Χριστούγεννα, λίγο ύστερα από το χτύπημα της Κόνιτσας από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, έρχεται ένα καράβι με πολλούς χωροφύλακες και μια γυναίκα του Ερυθρού Σταυρού και μας λένε να μπούμε στο καράβι και να φύγουμε, γιατί το στρατόπεδο εξορίστων του Μούδρου καθώς και του Κάστρου θα διαλυόταν. Που θα πηγαίναμε δεν ξέραμε... Έτσι σαν μπήκαμε στο καράβι και ξεκινήσαμε νύχτα από το Μούδρο, φτάσαμε την άλλη μέρα στ΄ ανοιχτά κάποιου νησιού χωρίς να ξέρουμε πιο ήταν. Μόλις άνοιξε η μπουκαπόρτα του καραβιού για να κατεβούμε, ένας Σαμιώτης ο Μιχάλης σαν είδε τον Άγιο Κήρυκο φώναξε: Συναγωνιστές! Βρισκόμαστε στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας. Πραγματικά! Ο Μιχάλης είχε δίκιο. Τούτα τα μέρη, όλα ήταν γνωστά σ΄αυτόν. Φιλούσε το χώμα και έκλαιγε ωσάν μωρό. Εδώ κάθε χρόνο έφτιαχνε ξυλοκάρβουνα για να βγάλει το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του.
Για τον Ξυλοσύρτη
Την άλλη μέρα το απόγευμα, αφού έμειναν στον Άγιο Κήρυκο οι άρρωστοι, οι ανάπηροι και οι υπερήλικες, μας πήρε ένας ανθυπασπιστής και ξεκινήσαμε για το Ξυλοσύρτη, ένα μεγάλο χωριό, εφτά χιλιόμετρα από τον Άγιο Κήρυκο. Όταν φτάσαμε στο χωριό συγκεντρωθήκαμε λίγο πιο κάτω από την κεντρική εκκλησία του χωριού τον Ταξιάρχη. Το χωριό ήταν έρημο. Λες και δεν είχε καθόλου κατοίκους. Μόλις πήρε να βασιλεύει ο ήλιος πρώτος ο παπάς Θεοφάνης Φάκαρος, νεαρός τότε παπάς αφού μας καλωσόρισε, έδωσε το κλειδί στον υπεύθυνο της ομάδας μας και είπε:
- Πάρτε αυτό το κλειδί και πάτε στο σπίτι μου, κοντά στο δρόμο που πάει για το Χρυσόστομο.
Εκεί έμεναν και οι άλλοι εξόριστοι. Πήρα το κλειδί και πήγαμε. Σκουπίσαμε τα δωμάτια και στρώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον για να κοιμηθούμε. Στο δρόμο άρχισαν να βγαίνουν και οι άλλοι κάτοικοι του χωριού με τα κλειδιά στο χέρι και μας καλωσόριζαν δίνοντας μας ψωμί και ελιές. Όπως μάθαμε αργότερα, πριν μας μεταφέρουν εκεί περάσανε δύο χωροφύλακες και τους είπαν:
- Αυτοί που θα ρθουν στο χωριό σας είναι όλοι Μακεδόνες και όλοι τους φυματικοί και συφιλιδικοί. Για αυτό να μην τους δεχθείτε στα σπίτια σας ούτε και να τους κάνετε παρέα.
Περνούσαν όμως κάτι τέτοια στους Ικαριώτες!!!
Το λιμανάκι
Το λιμανάκι του Ξυλοσύρτη ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Ένα μαδέρι χοντρό, τεσσάρων-πέντε μέτρων μάκρος και σαράντα πόντων πλάτος, ένωνε τη στεριά μ΄έναν βράχο στη θάλασσα και πάνω σ΄αυτό περνούσαν άνθρωποι και φορτία που μεταφέρανε οι κάτοικοι για τις ανάγκες τους. Όταν η θάλασσα φούσκωνε κι αγρίευε το κύμα, οι κάτοικοι τραβούσαν το μαδέρι στη στεριά, για να μην το παρασύρουν τα κύματα και πάλι το βάζανε, όταν το κύμα έπεφτε και γαλήνευε η θάλασσα. Το λιμανάκι αυτό πήραμε την απόφαση να το φτιάξουμε και να ενώσουμε το βράχο με τη στεριά, κατεβάζονταςκαι τοποθετώντας άλλους βράχους ανάμεσά τους για να μην μπορεί να τους παρασύρει το κύμα. Έτσι τα βαρέλια που φέρναμε στο χωριό, περνούσαν με μεγαλύτερη ευκολία. Το λιμανάκι αυτό έτσι είναι και τώρα κι έτσι είναι και η δεξαμενή που φτιάξανε άλλοι εξόριστοι στην κορφή του χωριού για να μπορούν οι κάτοικοι του χωριού να ποτίζουν τα περιβόλια τους με τα ωραία και μυρωδάτα βερίκοκα που όσο και να προσπάθησα δεν βρήκα πουθενά αλλού σαν αυτά.
Στον Ξυλοσύρτη που οι άνθρωποι μας φέρθηκαν πολύ καλά σαν να είμασταν δικά τους παιδιά, μείναμε από το Δεκέμβρη του 1947 ως το Μάρτη του 1949. Εγώ μαζί με τον Κυριάκο Τσάνη μεταφερθήκαμε αλλού γιατί θεωρηθήκαμε υπεύθυνοι για τα επεισόδια που έγιναν τον Μάρτη του 1949 στον Ξυλοσύρτη, όταν οι χωροφύλακες ζήτησαν να τους χτίσουμε μια σκοπιά έξα από το σταθμό, για να μην κρυώνει ο σκοπός και να προστατεύεται από τους αντάρτες Ικαριώτες. Εμείς φυσικά αρνηθήκαμε και τότε κάποιος χωροφύλακας, σήκωσε το όπλο του και χτύπησε στο κεφάλι τον Μένιο Τσουλέλη, από την Αγιάσο Μυτιλήνης, που έπαθε διάσειση και τον κατεβάσαμε με ζώο στο νοσοκομείο του Αγίου Κήρυκα. Μαζί με αυτόν, πήραν και εμάς και μας παρουσίασαν στο Διοικητή Βερναδέσκη. Εκείνος για να μας τιμωρήσει μας έστειλε στην Παναγιά, λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Κήρυκο.
Στην Παναγιά
Στο πέρασμά μας από την Παναγιά, αφήσαμε κι εκεί τα ίχνη μας, όπως στον Ξυλοσύρτη και σε όλα τα χωριά της Ικαρίας από τα οποία περάσαμε. Εκεί στρώσαμε τον κεντρικό δρόμο του χωριού, καθώς και την πλατεία με πλάκες, που τις βγάζαμε με τους κασμάδες και τις κουβαλούσαμε στον ώμο από κάποια απόσταση έξω απ΄το χωριό. Στην Παναγιά έρχονταν και οι εξόριστοι του Κουντουμά κι έδιναν παρόν, γιατί δεν υπήρχε φρουρά στον Κουντουμά. Η απόσταση δεν ξεπερνούσε τα πέντε λεπτά της ώρας. Όταν τους εξόριστους του Κουντουμά τους πήραν για την Μακρόνησο, εμείς κουβαλήσαμε τα πράγματά τους στον Άγιο Κήρυκο. Στην Παναγιά μείναμε ως τον Ιούνιο κι είμαστε η τελευταία αποστολή για τη Μακρόνησο. Οι αποστολές για τη Μακρόνησο άρχισαν το Γενάρη και κράτησαν ως τον Ιούνιο. Εγώ ήμουν στην τελευταία αποστολή που έφυγε τον Ιούνιο του 1949. Μόλις μας ειδοποίησαν, μαζέψαμε τα πράγματα και κατεβήκαμε στον Άγιο Κήρυκο που ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι εκεί. Λιμάνι τότε δεν υπήρχε, όπως σήμερα. Όλα γινόταν με τις βάρκες και με τα καϊκια. Στη βάρκα μας, όπως πηγαίναμε για το πλοίο, μας λέει ο βαρκάρης:
-Τώρα που θα μπείτε στο πλοίο να προσέχετε πολύ, γιατί είναι κάτι καθάρματα μέσα που βρίζουν και χτυπούν!
Κι αλήθεια! Έτσι γινόταν...
Ώρα καλή! Η Παναγιά μαζί σας! |
Και τούτο , γιατί βλέπανε τις γυναίκες και τα παιδιά των χωριών της Ικαρίας ανεβασμένα πάνω σε ένα μεγάλο βράχο που γύρω-γύρω είχε συκιές να κουνάνε τα μαντήλια τους στον αέρα και να λένε:
-Ώρα καλή! Η Παναγιά μαζί σας!
Βλέποντας όλα αυτά ο καπετάνιος και οι ναύτες είχαν λυσσάξει με την εγκαρδιότητα που έδειχναν οι Ικαριώτες και γι΄αυτό μας βρίζανε και μας χτυπούσαν. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, την ώρα που σήκωναν την άγκυρα για να φύγει το καράβι, μια μεγάλη κοτρόνα είχε σκαλώσει στα τόξα της άγκυρας και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Έκαναν ώρα για να την ξεσκαλώσουν κι όσο βλέπανε τους Ικαριώτες να μας χαιρετούν λύσσαγαν πιο πολύ. Σε μια στιγμή, η κοτρόνα έπεσε με πάταγο στη θάλασσα και τότε ακούσαμε τον καπετάνιο να λέει:
- Τους κερατάδες: Ως και οι πέτρες της Ικαρίας τους ακολουθούν!
Δεν ήταν μόνο αυτές οι εκδηλώσεις αγάπης και συμπάθειας που μας χάρισαν οι Ικαριώτες με την χρυσή τους καρδιά. Ήταν και πολλές άλλες εκδηλώσεις ανθρωπιάς που τις εκδήλωναν με κάθε τρόπο σ΄όλα τα χωριά που έμεναν εξόριστοι. Θυμάμαι το δάσκαλο από την Παναγιά, που είχε έναν κήπο πιο κάτω από το σπίτι μας, και όποτε γύριζε για το σπίτι του άφηνε ένα μεγάλο καλάθι με ζαρζαβατικά και φρούτα από τον κήπο του και μας έκανε κρυφά νόημα να τα πάρουμε. Το ίδιο έκανε όποτε πήγαινε στο χωράφι του. Αυτοί ήταν οι Ικαριώτες από το {Κόκκινο νησί} όπως λένε τιμητικά την Ικαρία στα δίσεκτα χρόνια του διωγμού και του ξεριζώματος των εξορίστων από τα σπίτια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου